- μούστελος
- οεπιστημονική ονομασία τού γαλέου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mustelus < λατ. mustela (πιθ. < λατ. mus «αρουραίος, μυς» + -tela, άγνωστης προέλευσης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλιός — ο κοινή ονομασία διαφόρων ψαριών που ανήκουν στα είδη Γαλεός, Μούστελος, Καρχαρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γαλέος] … Dictionary of Greek
καρχαρινίδες — (carcharhinidae). Οικογένεια σαρκοφάγων ψαριών της τάξης των ελασματοβραγχίων, που περιλαμβάνει 12 γένη και 50 είδη. Ζουν σχεδόν σε όλες τις θάλασσες, κυρίως όμως στα ζεστά νερά. Από αυτά, άλλα είναι πολύ επικίνδυνα και άλλα έχουν εμπορική αξία,… … Dictionary of Greek